- αλατερό
- αλατερό, το και αλατερή, η και αλατολόγος, οτο αλατοδοχείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλατερό — το αλατιέρα* … Dictionary of Greek
-ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… … Dictionary of Greek
αλατερός — ή, ό [αλάτι] 1. (για τροφή) αυτός που περιέχει πολύ αλάτι, ο πολύ αλατισμένος 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η αλατερή* ή το αλατερό* … Dictionary of Greek
αλατοθήκη — η επιτραπέζιο σκεύος που περιέχει αλάτι, αλατερό, αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + θήκη] … Dictionary of Greek
αλατολόγος — ο αλατοθήκη, αλατερό, αλατιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + λόγος < λέγω «συλλέγω»] … Dictionary of Greek